- καλλίπλουτος
- καλλίπλουτος, -ον (Α)αυτός που έχει πολλά πλούτη «καλλίπλουτοι πόλιες», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πλουτος (< πλούτος), πρβλ. βαθύ-πλουτος, πάμ-πλουτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίπλουτοι — καλλίπλουτος adorned with riches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek